-
1 αγκίστρων
-
2 ἀγκίστρων
-
3 κατέπαρσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέπαρσις
-
4 ἰχθυπαγής
ἰχθῠ-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυπαγής
-
5 ἴτυς
A felloe of a wheel,ὄφρα ἴτυν κάμψῃ Il.4.486
(made of poplar), cf. 5.724, PMasp.303.14 (vi A.D.); outer edge or rim of a shield, Hes.Sc. 314, Hdt.7.89: hence, the round shield itself, Tyrt.15.3, E. Ion 210 (lyr.), Tr. 1197, X.An.4.7.12; ἴ. βλεφάρων arch of the eyebrows, Anacreont.15.17; ἀγκίστρων ἴ. AP6.28 (Jul.), cf. Opp.H.5.138; ἴ. τῆς πλευρᾶς border of rib, Gal.2.681; rim of joint-socket, Id.UP2.17; guard of trepan, Id.10.448. ([dialect] Aeol.ϝίτυς Ter.Maur.658
.)
См. также в других словарях:
ἀγκίστρων — ἄγκιστρον fish hook neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστροπώλης — ἀγκιστροπώλης, ο (Α) πωλητής αγκίστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek